αποχρωματίζω

αποχρωματίζω
-ισα, -ίστηκα, -ισμένος, διαγράφω, εξαλείφω χαρακτηρισμό κάποιου προσώπου επιζήμιο γι' αυτό: Για να δοθεί το πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης, έπρεπε πρώτα να αποχρωματιστεί ο ενδιαφερόμενος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποχρωματίζω — αποχρωματίζω, αποχρωμάτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποχρωματίζω — 1. τελειώνω το χρωμάτισμα 2. εξαλείφω ή αλλάζω το χρώμα κάποιου πράγματος 3. αποχαρακτηρίζω …   Dictionary of Greek

  • ξεχρωματίζω — αποχρωματίζω, ξεβάφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χρωματίζω] …   Dictionary of Greek

  • αποχρωματισμός — Επεξεργασία των υγρών προϊόντων με στερεές ουσίες, κατάλληλες να τους προσδώσουν τις ιδιότητες που απαιτεί το εμπόριο. Ο α. είναι μία από τις διάφορες μορφές προσρόφησης και σε αυτή την περίπτωση αφαιρεί τις ανεπιθύμητες ουσίες που βρίσκονται… …   Dictionary of Greek

  • ξασπρίζω — 1. κάνω κάτι να αποκτήσει λευκό χρώμα, ασπρίζω, λευκαίνω 2. γίνομαι λευκός, αποκτώ λευκό χρώμα 3. αποχρωματίζω, ξεθωριάζω («τα ρούχα τά ξάσπρισε ο ήλιος») 4. χάνω το χρώμα μου, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω 5. (για στάχια) ωριμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ξεβάφω — 1. βγάζω το χρώμα από κάτι, αποχρωματίζω («ο ήλιος μου ξέβαψε την μπλούζα») 2. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω («ξέβαψαν τα μαλλιά μου») 3. (σχετικά με μέταλλα) αφαιρώ με πύρωση ή άλλο τρόπο τη βαφή …   Dictionary of Greek

  • ξασπρίζω — ξάσπρισα, ξασπρισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι άσπρο, λευκαίνω, ασπρίζω. 2. αποχρωματίζω κάτι, το κάνω να ξεθωριάσει, να ξασπρίσει. 3. αμτβ., γίνομαι λευκός, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω: Η τέντα ξάσπρισε απ τον ήλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεβάφω — ξέβαψα, ξεβάφτηκα, ξεβαμμένος 1. μτβ., αποχρωματίζω, βγάζω το χρώμα, ξεθωριάζω, ξασπρίζω: Ο ήλιος ξέβαψε τις κουρτίνες μας. 2. αμτβ., αποχρωματίζομαι, χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω: Αυτά τα χρώματα δεν ξεβάφουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”